κατεπέστησαν

κατεπέστησαν
κατεπέστησαν s. κατεφίστημι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατεπέστησαν — κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεφίσταμαι — (Α) εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”